- φορμαλιστής
- οθηλ. -ίστρια (λογοτ.), ο οπαδός του φορμαλισμού (βλ. λ.), αυτός που δίνει μεγάλη σημασία στη μορφή και παραμελεί την ουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορμαλιστής — ο, θηλ. φορμαλίστρια, Ν 1. οπαδός τού φορμαλισμού, λογοτέχνης ή καλλιτέχνης που δίνει πρωταρχική σημασία στη μορφή τού έργου του εις βάρος τού περιεχομένου, που έχει την τάση να θεωρεί τη μορφή ως αυτοσκοπό και όχι ως έκφανση τού περιεχομένου 2.… … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
τυπολάτρης — ο, θηλ. τυπολάτρισσα, Ν ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους εις βάρος τής ουσίας, φορμαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τυπολάτραι, μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
φορμαλιστικός — ή, ό, Ν [φορμαλιστής] 1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό 2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός» (φιλοσ.) άλλη ονομασία τού υπερβατικού ιδεαλισμού. επίρρ... φορμαλιστικά Ν με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη τού φορμαλισμού … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek